- σταθμιστικός
- -ή, -όν, Α [σταθμίζω]κατάλληλος ή χρήσιμος για ζύγιση («σταθμιστικὸν ὄργανον»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταθμιστικόν — σταθμιστικός for weighing masc acc sg σταθμιστικός for weighing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)